αγροικησιά

αγροικησιά
η
1) непослушание, неповиновение; 2) неблагоразумие, безрассудность, глупость

Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. . 1980.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Смотреть что такое "αγροικησιά" в других словарях:

  • αγροικησιά — η [αγροίκητος] 1. ανοησία, απερισκεψία 2. ανυπακοή, απείθεια …   Dictionary of Greek

  • αγροίκητος — η, ο 1. (με παθ. σημασία) αυτός που δεν ακούγεται ή που δεν μπορεί να ακουστεί 2. που ακούγεται για πρώτη φορά, παράξενος, ακατάληπτος 3. (με ενεργ. σημασία) αυτός που δεν υπακούει, απείθαρχος, πεισματάρης. [ΕΤΥΜΟΛ. < ἀγροικητὸς < ἀγροικώ.… …   Dictionary of Greek


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»